μαχλοσύνη
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
ἡ, lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lubricité, impudicité.
Étymologie: μάχλος.
German (Pape)
ἡ, Üppigkeit, Wollust, Geilheit, Il. 24.30, vom Paris, deshalb wurde der Vers von Aristarch für unecht erklärt, da μάχλος und die davon abgeleiteten nur von Weibern gebraucht würden, wie Hes. frg. 5 und Her. 4.154 und sp.D., wie Agath. 3 (V.302), Man. 6.130, 190; aber es soll wohl eben die weibische, eines Mannes unwürdige Üppigkeit des Paris tadelnd damit bezeichnet werden.
Russian (Dvoretsky)
μαχλοσύνη: (ῠ) ἡ похотливость, распущенность Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μαχλοσύνη: αἰσχρότης, ἀκολασία, ἀσέλγεια, λαγνεία ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 (ἔνθα ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε μάχλος), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.
English (Autenrieth)
(μάχλος): lust, indulgence, Il. 24.30†.
Greek Monolingual
μαχλοσύνη, ἡ (Α) μάχλος
(ειδικά για τον Πάρη) αισχρότητα, ακολασία, ασέλγεια, λαγνεία («τὴν δ' ἤνησ', ἣ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
μαχλοσύνη: ἡ, λαγνεία, πόθος, ακολασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Middle Liddell
μαχλοσύνη, ἡ, [from μάχλος
lewdness, lust, wantonness, Il., Hdt.