сливаться
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Russian > Greek
συρρήγνυμι, συντρέχω, συνδιαχέομαι, ἀνακοινόω, συντήκω, συνέρχομαι
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
συρρήγνυμι, συντρέχω, συνδιαχέομαι, ἀνακοινόω, συντήκω, συνέρχομαι