γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
μύρτων, κεκλασμένος, χαλαρός, δίυγρος, σαβακός, τακερός, ῥαδινός, βραδινός, ὑγρός