σαβακός
English (LSJ)
σαβακή, σαβακόν, = σαθρός (Chian), Hsch.
2 feeble, Hp.Morb. 1.31; effeminate, σαβακῶν σαλμακίδων AP7.222 (Phld.): neut. sg. written σαβακουν, = quassum, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 856] wie σαθρός, 1) morsch, zertrümmert, zerbrochen, bes. bei den Chiern, Hesych. – 2) ὁ σ., der einen innern Teil, bes. die Lunge, vcrlctzt hat, wie ῥηγματίας, Hippocr. – 3) σαβακὴ σαλμακίς, eine üppig weichliche Budlerinn, Philodem. 31, 2 (VII, 222). Vgl. τρυφερός, σαυλός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a qqe organe atteint, en mauvais état, défectueux.
Étymologie: DELG mot expressif, sans étym. ; cf. σαβάκτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαβακός -ή, -όν zwak (van zieke). Hp.
Russian (Dvoretsky)
σᾰβᾰκός: расслабленный, томный (σαλμακίς Anth.).
Greek Monotonic
σᾰβᾰκός: -ή, -όν, κατασυντετριμμένος, κατακερματισμένος, κατερειπωμένος, θρυμματισμένος, κομματιασμένος· μεταφ. εξασθενημένος, σαθρός, μαλθακός, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰβᾰκός: -ή, -όν, ὡς τὸ σαθρός, σεσαθρωμένος, ἑτοιμόρροπος· ἐπὶ ἕλκους, σεσηπὼς ἢ σχεδὸν σεσηπώς, Ἱππ. 461. 7. 2) συντετριμμένος, ῥηγματίας (ὅθεν ὡς τὸ τεθρυμμένος, τρυφερός, Λατ. fractus), ἐκνενευρισμένος, ἐκτεθηλυμμένος, σαβακὴ σαλμακὶς Ἀνθ. Π. 7. 222· ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει τὴν λέξιν Χίαν.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Χίους) «σαθρός»
2. (για έλκος) αυτός που έχει σαπίσει ή ο σχεδόν σάπιος
3. συντετριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -ακός (πρβλ. μαλακός, τριβακός). Η σύνδεση με το όν. του φρυγικού θεού Σαβαζίου δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: damaged, rotten, of inner organs (Hp.), effeminate, womanish (AP), = ὁ σαθρός. Χῖοι H.; on the meaning Luck Phil. 100, 275f.
Derivatives: Beside σαβάξας (ptc. aor.) δια-σκεδάσας, διασαλεύσας H.; σαβάκτης m. "the shatterer", a house-goblin (Hom. Epigr. 14, 9), f. σαβακτίδες ὀστράκινα ζῴδια H.; adv. σαβακῶς αὑστηρῶς, ξηρῶς, τραχέως H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. On the formation cf. μαλακός, τριβακός a.o. Improbable hypotheses by Grošelj Živa Ant. 1, 214f. (root bak- and reinforcing σα-). Older attempts, also to be rejected in Bq. -- Furnée 241 connects σαυκόν ξηρόν. Συρακόσιοι H.; so Pre-Greek?
Middle Liddell
σᾰβᾰκός, ή, όν
shattered; metaph. enervated, Anth. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σαβακός: {sabakós}
Meaning: schadhaft, morsch, von inneren Organen (Hp.), verweichlicht, weibisch (AP), = ὁ σαθρός. Χῖοι H.; zur Bed. Luck Phil. 100,275f.
Derivative: Daneben σαβάξας (Ptz. Aor.)· διασκεδάσας, διασαλεύσας H.; σαβάκτης m. "der Zertrümmerer", ein Hauskobold (Hom. Epigr. 14, 9), f. σαβακτίδες· ὀστράκινα ζῴδια H.; Adv. σαβακῶς· αὐστηρῶς, ξηρῶς, τραχέως H.
Etymology: Unerklärt; zur Bildung vgl. μαλακός, τριβακός u.a. Unwahrscheinliche Hypothesen bei Grošelj Živa Ant. 1, 214f. (Wz. baq- und verstärkendes σα-) und bei v. Windekens Ling. Balk. 1, 63 f. (pelasgisch = lat. saucius). Ältere, ebenfalls abzulehnende Versuche bei Bq.
Page 2,669