устойчивый
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Russian > Greek
σταδαῖος, ἐπιστατικός, ἰσόρροπος, ἀπτώς, δευσοποιός, δυσκίνητος, δυσκίνατος, συστατός, σύστατος, συνερειστικός, στάδιος, ἑδραῖος, σταθερός, εὐσταθής, ἐϋσταθής