ἀγρευτικός
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ἀγρευτική, ἀγρευτικόν, of or skilled in hunting, ἀγρευτικόν [ἐστι] useful for ensnaring an enemy, X.Eq.Mag.4.12; ἀ. λίνος Sch.E.Ba.611. Adv. ἀγρευτικῶς = in manner suited to hunting Poll.5.9.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 apropiado para atrapar, cazador ἀγρευτικόν (ἐστι) X.Eq.Mag.4.12
•de caza κύων Ael.NA 8.2
•c. gen., ref. a la expresión μέριμναν ἀγροτέραν en Sch.Pi.O.2.54 (v. ἀγρότερος II), οἱονεὶ ἀγρευτικὴν τῶν καλῶν Herm.in Phdr.74, fig. τῶν ἡδέων Sch.Pi.O.2.96k
•subst. τὸ ἀγρευτικόν (ζῴον) animal carnívoro o depredador op. ποιηφάγον Max.Tyr.23.4.
2 adv. ἀγρευτικῶς = de modo apropiado a la caza o a la manera de los cazadores Poll.5.9.
German (Pape)
[Seite 22] zum Jagen geschickt, Xen. mag. equ. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, χρήσιμος ἢ πεπειραμένος εἰς τὸ θηρᾶν· ἀγρευτικόν (ἐστι), χρήσιμον εἰς τὸ νὰ παγιδεύσῃ τις ἐχθρόν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 5. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρευτικός: удобный для поимки: ἀγρευτικόν ἐστιν … Xen. в целях захвата (противника) целесообразно ….