ἀδελφικός
English (LSJ)
ἀδελφική, ἀδελφικόν, brotherly or sisterly, ἀδελφικὴ φιλία Arist.EN1161a6; ἔρις Just.Nov.18.7; ἡ ὑμετέρα ἀδελφικὴ παίδευσις POxy. 1165.2 (vi A.D.). Adv. ἀδελφικῶς = fraternally LXX 4 Ma. 13.9, Ps. -Callisth.3.20.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 fraternal φιλία Arist.EN 1161a6, διάθεσις SB 5357.6 (V d.C.), ἔρις Iust.Nou.18.7
•en gr. tard. en fórmulas de tratamiento ἡ σὴ ἀδελφικὴ εὐδοκίμησις PMasp.68.1 (VI d.C.), ἡ ὑμετέρα ἀδελφικὴ λαμπρότης PKöln 165.4, 7 (VI d.C.).
2 adv. ἀδελφικῶς = fraternalmente LXX 4Ma.13.9, Gr.Naz.Ep.101.7, Thdt.Ep.Sirm.77 (p.174).
German (Pape)
[Seite 32] brüderlich, φιλία, Arist. Eth. Nic. 8, 10, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fraternel.
Étymologie: ἀδελφός.
Syn. κασίγνητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀδελφοῦ ἢ τῆς ἀδελφῆς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10. 6. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Μακκ. 13. 9.