ἀδολεσχῶ

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Mantoulidis Etymological

(=φλυαρῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀδολέσχης (=φλύαρος), (ἄδην =πολύ + λέσχη τοῦ λέγω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδολέσχημα, ἀδολεσχία, ἀδολεσχητέον, ἀδολεσχικός.