ἀζάνω
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
= ἀζαίνω, h.Ven.270 (Pass.).
French (Bailly abrégé)
c. ἀζαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀζάνω: сушить: ἀζάνεται δένδρεα HH деревья засыхают.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζάνω: ἀζαίνω, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 271. Ἐν τῷ παθ.
Greek Monotonic
ἀζάνω: (ἄζω), ξηραίνω, κατακαίω, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
[ἄζω]
to dry, parch up, Hhymn.