ἀκατάρτιστος

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάρτιστος: -ον, ὁ μὴ κατηρτισμένος, ἀτελής, «διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτῶν καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας», Εἰρην. 1106C.