ἀκροβολίζω
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
German (Pape)
[Seite 83] nur Ep. ad. 667 (VII, 546), sonst med., aus der Ferne schießen, plänkeln, vor der eigtl. Schlacht, ἠκροβολίσαντο πρὸς ἀλλήλους Thuc. 4, 34; dem εἰς χεῖρας ἰόντες μάχονται entgegen, Xen. Cyr. 8, 8, 22; Luc. Tim. 45. Übertr., ἔπεσι Her. 8, 64.
French (Bailly abrégé)
d'ord. au Moy. ἀκροβολίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβολίζω: преимущ. med. издали перебрасываться копьями, вести дальнюю перестрелку (πρὸς ἀλλήλους Thuc., Plut.): οὔτε ἀ. οὔτ᾽ είς χεῖρας συνιόντες μάχεσθαι Xen. не вести ни дальней перестрелки, ни рукопашного боя; ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι Her. поспорив друг с другом (досл. перебросившись словами).