ἀλεκτρυονοπώλης
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ἀλεκτρυονοπώλου, ὁ, poulterer, Poll.7.136.
German (Pape)
[Seite 92] ὁ, Hühnerverkäufer, Poll. 7, 136.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυονοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἀλεκτρυόνας, ὄρνιθας, Πολυδ. 7. 136.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυονοπώλης, ο (Α)
ορνιθοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτριών -όνος + -πώλης < πωλῶ].