Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Full diacritics: ἀλφῐτεύω | Medium diacritics: ἀλφιτεύω | Low diacritics: αλφιτεύω | Capitals: ΑΛΦΙΤΕΥΩ |
Transliteration A: alphiteúō | Transliteration B: alphiteuō | Transliteration C: alfiteyo | Beta Code: a)lfiteu/w |
grind barley, Hippon.46.
(ἀλφῐτεύω) moler cebada hasta hacerla farro Hippon.38.2.
ἀλφιτεύω (Α)
αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον].