ἀμμότροφος

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμότροφος Medium diacritics: ἀμμότροφος Low diacritics: αμμότροφος Capitals: ΑΜΜΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ammótrophos Transliteration B: ammotrophos Transliteration C: ammotrofos Beta Code: a)mmo/trofos

English (LSJ)

ἀμμότροφον, growing in sand, AP4.1.20 (Mel.).

Spanish (DGE)

-ον
que se cría en la arena de una planta AP 4.1.20 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit ou croît dans le sable.
Étymologie: ἄμμος, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμότροφος: -ον, ὁ φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ἐν τῇ ἄμμῳ, Ἀνθολ. Π. 4. 1, 20.

Greek Monotonic

ἀμμότροφος: -ον (τρέφω), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄμμος, τρέφω
growing in sand, Anth.