ἀμοῖ

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

German (Pape)

[Seite 126] irgend wohin, ἀμοιγέποι, = ὁπηδή, B. A 204.

Greek Monolingual

ἁμοῖ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
1. κάπου
2. φρ. «ἁμοῖ γέ ποι», σε κάποιο μέρος, οπουδήποτε.