ἀμπελοεργός

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελοεργός Medium diacritics: ἀμπελοεργός Low diacritics: αμπελοεργός Capitals: ΑΜΠΕΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ampeloergós Transliteration B: ampeloergos Transliteration C: ampeloergos Beta Code: a)mpeloergo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελοεργός: ὁ Anth. = ἀμπελουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.

Greek Monotonic

ἀμπελοεργός: ὁ = ἀμπελουργός, σε Ανθ.