ἀμφίσωπος

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίσωπος Medium diacritics: ἀμφίσωπος Low diacritics: αμφίσωπος Capitals: ΑΜΦΙΣΩΠΟΣ
Transliteration A: amphísōpos Transliteration B: amphisōpos Transliteration C: amfisopos Beta Code: a)mfi/swpos

English (LSJ)

ἀμφίσωπον, = περίωπος, A Fr.41.

German (Pape)

[Seite 144] (ὀπή), von allen Seiten offen, Aesch. frg. 32 bei Hesych. s. v.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίσωπος: -ον, = περίωπος, περίοπτος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. περιωπή.

Greek Monolingual

ἀμφίσωπος, -ον (Α)
αυτός που φαίνεται από όλα τα σημεία, περίβλεπτος, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶς + ὤψ].