ἀμφαλλάσσω
From LSJ
English (LSJ)
change entirely, Opp.C.3.13.
Spanish (DGE)
1 cambiar totalmente, transformar Οὐρανίδης ... ἀ. Διὸς ῥυτῆρας ἀγαυούς Opp.C.3.13
•cambiar de sitio ἀ. τὸν ἐν μέσῳ τῶν ζυγῶν ὀμφαλόν Sch.Bek.Il.24.273.
2 astr. intercambiar de los astros τὰ [οἰκη] τήρια ἀ. PMich.149.18.15 (II a.C.).
3 desviarse Hsch.
German (Pape)
[Seite 133] umwandeln, Opp. C. 3, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαλλάσσω: μεταβάλλω, ἀλλάσσω ἐντελῶς, ἐξ ὁλοκλήρου, Ὀππ. Κ. 3. 13.
Greek Monolingual
ἀμφαλλάσσω (Α)
αλλάσσω, μεταβάλλω εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἀλλάσσω.