ἀμφιετίδαι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
οἱ, Com. name for stupid persons, Men.13D.
Greek Monolingual
ἀμφιετίδαι, οι (Α) ἀμφιετής
κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους.