ἀμφιπεριστείνομαι

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Medium diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Low diacritics: αμφιπεριστείνομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΣΤΕΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: amphiperisteínomai Transliteration B: amphiperisteinomai Transliteration C: amfiperisteinomai Beta Code: a)mfiperistei/nomai

English (LSJ)

Pass., (στεινός, στενός) to be pressed, be crowded on all sides, Call.Del. 179.

Spanish (DGE)

llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.

German (Pape)

[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.

Greek Monolingual

ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].