ἀναδενδράδιον

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδενδράδιον: τό, τόπος κατάφυτος ἐξ ἀναδενδράδων ἢ μικρὰ ἀναδενδράς, Κ. Πορφύρ. Ἔκθ. Β΄ Τάξ. 201. 9, ― 515. 17.