ἀναδενδράς
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ἀναδενδράδος, ἡ,
A vine that grows up trees, Pherecr.109, D.53.15, Thphr. CP 1.10.4, 3.10.8, Chrysipp.Stoic.3.180, Aesop.33.
2 = σκιάς, Hsch.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
• Alolema(s): ἀναδενδρᾷς, plu. -ᾷδες según Seleuc. en Phot.110R.
1 parra Pherecr.109, D.53.15, Thphr.CP 1.10.4, PPetr.1.29.7 (III a.C.), Chrysipp.Stoic.3.180, LXX Ps.79.11, Plu.2.290e, CPR 1.244.4 (II/III a.C.), Aesop.15a, D.C.71.5.3, Gp.3.1.1.
2 plu. emparrado ὑπὸ τὴν τῶν ἀναδενδράδων σκιὰν ἀνεπαυόμην Gr.Nyss.V.Macr.391.12.
German (Pape)
[Seite 186] άδος, ή, der wilde Weinstock, der sich an anderen Bäumen aufrankt, Alex. B. A. 82; Theophr.; auch der an Bäumen gezogene Weinstock, vitis arbustiva, Dem. 53, 15. – Qu. Mac. 10 (IX, 249) ein auf solche Weise eingerichteter Weinberg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδενδράς: -άδος, ἡ, ἄμπελος ἥτις αὐξάνεται ἀναρριχωμένη ἐπὶ δένδρων, κοινῶς δενδρόκλημα ἢ ἀγριόκλημα, Λατ. vitis arbustiva, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 2, Δημ. 1251. 23, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 10, 4: ― μετὰ τῆς αὐτῆς σημασ., Γρηγ. ὁ Νύσσης ἔχει ἡ ἀναδενδρουμένη ἄμπελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδενδράς: άδος ἡ (sc. ἄμπελος)
1 вьющаяся вокруг дерева лоза Dem.;
2 виноградник с вьющимися лозами Anth.