ἀναμολύνω
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
strengthened, for μολύνω, Pherecr.173, cf. Plu.2.580f.
Spanish (DGE)
echar a perder, ensuciar enteramente τὴν ὑπήνην τῷ γάρῳ Pherecr.173, τοὺς δ' ἀνεμόλυναν Plu.2.580f.
German (Pape)
[Seite 198] ganz besudeln, aor. p. Phereer. Ath. II, 67 b.
French (Bailly abrégé)
souiller entièrement.
Étymologie: ἀνά, μολύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμολύνω: покрывать грязью (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμολύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μολύνω, Φερεκρ. Ἄδηλ. 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 580F.
Greek Monolingual
(Α ἀναμολύνω)
νεοελλ.
μολύνω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη
αρχ.
μολύνω.