ἀναπαυτήριον
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temps du repos.
Étymologie: ἀναπαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαυτήριον: τό время отдыха (νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον Xen.).