ἀναπαυτήριον
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temps du repos.
Étymologie: ἀναπαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαυτήριον: τό время отдыха (νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον Xen.).