ἀναφορεύς

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορεύς Medium diacritics: ἀναφορεύς Low diacritics: αναφορεύς Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: anaphoreús Transliteration B: anaphoreus Transliteration C: anaforeys Beta Code: a)naforeu/s

English (LSJ)

ὁ,
A bearer, bearing-pole, LXX Ex.25.12(13) sq., al.
II = τελαμών, Eust.243.31.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 plu. andas ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα LXX Ex.25.13, cf. Nu.4.6
de la Cruz, ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας Gr.Nyss.Hom.in Cant.98.14.
2 sg. como sinónimo de τελαμών correaje Eust.243.31.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, ein jedes Werkzeug, an dem etwas aufgehängt und getragen wird, Tragseil; auch ein Querholz, das über die Schultern gelegt wird, um an den Enden desselben aufgehängte Lasten zu tragen, wie eine Wassertrage, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. 1) μακρὸν ξύλον, «μανέλλα», πρὸς μετακομιδὴν βαρέων πραγμάτων, «ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα» Ἑβδ. (Ἔξοδ. κε΄, 12). «Εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους (τῆς κιβωτοῦ)» κτλ., αὐτόθι 13· ἴδε ἀνάφορος 2) = τελαμών, «τελαμὼν δὲ ξίφους ἢ ἀσπίδος ὁ ἀναφορεύς», Εὐστ.