ἀνύψωμα

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source

German (Pape)

[Seite 267] τό, Erhöhung, Aesop.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
exhaussement, élévation.
Étymologie: ἀνυψόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύψωμα: -ατος, τό, ὕψωμαἀνύψωσις τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.

Greek Monolingual

ἀνύψωμα, το (Μ)
ανύψωση.