ἀποπερκόομαι
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
(πέρκος) colour, of ripening grapes, S.Fr.255.6.
Spanish (DGE)
colorearse, negrear ἀποπερκοῦται βότρυς al madurar, S.Fr.255.6.
German (Pape)
[Seite 318] sich schwärzen, von der Traube, Soph. frg. 239.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπερκόομαι: (πέρκος) παθ., μαυρίζω, ἐπὶ ὡριμαζουσῶν σταφυλῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 239.