ἀποπτάμενος
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
French (Bailly abrégé)
v. ἀφίπταμαι.
English (Autenrieth)
see ἀποπέτομαι.
Greek Monotonic
ἀποπτάμενος: μτχ. αορ. βʹ του ἀποπέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπτάμενος: part. aor. к ἀφίπταμαι.