ἀποσκεπής

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκεπής: -ές, ἄνευ σκεπάσματος, ἀσκεπής, γυμνός, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 37.

Spanish (DGE)

-ές
descubierto, destapado χὡς θῆρες βαίνεσκον ἀποσκεπέεσι μέλεσσιν Orac.Sib.1.37.