ἀποστραγγίζω
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
check, Theol.Ar.49 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστραγγίζω: «ξεστραγγίζω», παύω, Θεολ. Ἀριθμ. 49Α.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστραγγίζω)
εξουδετερώνω, εξουθενώνω
νεοελλ.
στραγγίζω κάτι εντελώς.