ἀποτυχίζω
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
(τύχος, = τύκος) = ἀποπελεκάω, Paus.Gr.Fr. 62:—Pass., Hsch.
Spanish (DGE)
tallar, pulir Paus.Gr.α 137, Hsch.s.u. ἀποτυχισθείς.
German (Pape)
[Seite 333] behauen, einen Stein; Hesych. auch ἀποτυκίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτυχίζω: «ἀποτυχισθείς· ἀποτιλθείς· καὶ τὸ ἀποτυχισθὲν ἐπὶ τοῦ ἀποπελεκῆσαι τὸν λίθον, ἀπὸ τῶν τύχων, ἔστι δὲ λιθοξοϊκὸν σιδήριον» Ἡσύχ.