ἀπουράω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. ἀπουρήσω et part. ao. ἀπούρας;
c. ἀπαυράω.
Étymologie: v. ἀπαυράω.