ἀποφόρησις
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἀποφορά11, S.E.P.1.12.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος IG 4.823.46]
1 efluvio, ἀτμώδης S.E.P.1.126, cf. 217.
2 remoción γᾶς IG 4.823.46 (Trezén IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, das Wegnehmen, übh. = ἀποφορά, Ausdünstung, ἀτμώδης Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφόρησις: -εως, ἡ, ἀποφορὰ ΙΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 126.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφόρησις: εως ἡ Sext. = ἀποφορά 4.