ἀρδάνιον

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρδάνιον Medium diacritics: ἀρδάνιον Low diacritics: αρδάνιον Capitals: ΑΡΔΑΝΙΟΝ
Transliteration A: ardánion Transliteration B: ardanion Transliteration C: ardanion Beta Code: a)rda/nion

English (LSJ)

τό, = ἀρδάλιον, Ael.Dion.Fr.66, Poll.8.66, AB441.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aguamanil Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., AB 441.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρδάνιον: τὸ, ἀγγεῖον κεράμειον, «τὸ δ’ ὄστρακον ἐκαλεῖτο ἀρδάνιον» Πολυδ. Η΄, 66, «κεράμιον, γάστρα, ὅθεν τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ αὐτοῦ» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

German (Pape)

τό, das Wassergefäß, Poll. 8.66; B.A. p. 441:
a zum Tränken des Viehes, Eust. 707.33.
b zum Besprengen; ἐτίθετο πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ ἐξιοῦσι, ἵνα περιρραίνωνται; es ist κεράμιον. Vgl. über den Gebrauch Eur. Alc. 99 ff.