ἀσπιδόεσσα

From LSJ

Greek Monolingual

ἀσπιδοειδής, ἀσπιδοειδές και ἀσπιδόεις, ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.