ἀσυκοφαντήτως
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
French (Bailly abrégé)
adv.
sans chicane.
Étymologie: ἀσυκοφάντητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῡκοφαντήτως: не клеветнически, без всякой клеветы (χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασιν Plut.).