ἀχρεία

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρεία Medium diacritics: ἀχρεία Low diacritics: αχρεία Capitals: ΑΧΡΕΙΑ
Transliteration A: achreía Transliteration B: achreia Transliteration C: achreia Beta Code: a)xrei/a

English (LSJ)

ἡ, rubbish, Sch.E.Hec.159.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. -ία SB 7449.12 (V d.C.)
1 desperdicio, basura Sch.E.Hec.159D.
2 invalidez ἀχρίαν ἀπέδιξεν SB l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρεία: ἡ, ἄχρηστον πρᾶγμα, φορητός, συρφετός, Βυζ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 106.

Greek Monolingual

ἀχρεία, η (Μ) χρεία
άχρηστο πράγμα, σκουπίδι.