ἀχυρών
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
German (Pape)
[Seite 420] ῶνος, ὁ, = ἀχυρός, Ar. Vesp. 1310, v. l. ἀχυρός, woraus man ἀχυρμός vermuthet; der Schol. führt ὄνος εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα an, vgl. ἄχυρον.
Russian (Dvoretsky)
ἀχῠρών: ῶνος ὁ Arph. v. l. = ἀχυρμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχυρών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη ἀχύρων, κοινῶς «ἀχερῶνα», ἀχυρῶνα ἄθυρον Ἐπιγρ. Δήλου BCH. 1890, 426.
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀχυρεών Phot.α 3469
pajar, IG 11(2).287A.149 (Delos III a.C.), cf. Phryn.PS 9, Hsch.s.u. ἄχυρος, Arc.15.11, An.Ox.1.264.12, Gp.6.2.8.