ἁμαξοφόρητος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἁμαξοφόρητον, carried in wagons, οἶκος, of the Scythians, Pi. Fr.104.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
llevado por un carro οἶκος de los escitas, Pi.Fr.105b.2.
German (Pape)
[Seite 116] οἶκος, auf Wagen geführt, Pind. frg. 72.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοφόρητος: возимый на повозке: ἁ. οἶκος Pind. кибитка.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοφόρητος: ον = ὁ φερόμενος ἐν ἁμάξῃ, ἁμ. οἶκος, περὶ τῶν Σκυθικῶν οἰκημάτων, Πινδ. Ἀποσπ. 72.
Greek Monolingual
ἁμαξοφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρεται, που μετακινείται με άμαξα
2. φρ. «ἁμαξοφόρητος οἶκος», για τους Σκύθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φορητός < φορέω, βλ. φέρω.