ἁρματοδρόμος
From LSJ
English (LSJ)
ἁρματοδρόμον, chariot racer, running a chariot race, Sch.A.R.1.1333.
Spanish (DGE)
-ον participante en una carrera de carros Sch.A.R.1.1333.
German (Pape)
[Seite 355] wettfahrend, Schol. Ap. Rh. 1, 1333.
Greek Monolingual
ο (Α ἁρματοδρόμος)
αυτός που οδηγεί άρμα σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + δρόμος.