ἁρματοδρόμος
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ἁρματοδρόμον, chariot racer, running a chariot race, Sch.A.R.1.1333.
Spanish (DGE)
-ον participante en una carrera de carros Sch.A.R.1.1333.
German (Pape)
[Seite 355] wettfahrend, Schol. Ap. Rh. 1, 1333.
Greek Monolingual
ο (Α ἁρματοδρόμος)
αυτός που οδηγεί άρμα σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + δρόμος.