ἄπαικτος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαικτος: -ον, (παίζω) ὁ μὴ παικτός, ὁ μὴ κατάλληλος εἰς ἀστεïσμούς, «εἰ μὴ ἑκόντες μεθύομεν καὶ παίζομεν τὰ ἄπαικτα» Εὐστ. ἐν τῇ Nova Coll. Vatic. τ. 7. σ. 285, 6, Β.