ἐγκέλευσις
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἐγκέλευμα (encouragement), Str. 13.1.35, Sammelb. 4284.8 (iii AD), Them. Or. 19.232b ; pl., ADysc. Synt. 258.20 ; ἐξ ἐγκελεύσεως = by command, IG 14.926 (Portus, dub.), Zucker Les temples immergés de la Nubie p. 3 (ii AD).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: pap. e inscr. frec. graf. ἐνκ-, graf. ἐκ- BGU 43.1 (II/III d.C.)
1 grito de guerra πιθανῶς ἂν ... τὴν ἐγκέλευσιν ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως ποιοῖτο de Ares, Str.13.1.35
•exhortación para acudir a la asamblea ἡ πάντων τῶν Ἀχαιῶν πρὸς ἀλλήλους ἐ. Eust.179.44.
2 orden, mandato divino κατὰ Ἀθηνᾶς ἐγκέλευσιν Mimn.19, τοῦ θεοῦ Thphl.Ant.Autol.3.25 (p.130), ἐξ ἐγκελεύσεως τοῦ πατρίου θεοῦ ref. un pronunciamiento oracular IPorto 5 (III d.C.), de Dios, Clem.Al.Paed.3.12.100, del emperador ἡ ἱερὰ ἐ. Them.Or.19.232b, cf. SB 4284.8 (III d.C.), de autoridades civiles, esp. del prefecto κατ' ἐγκέλε(υσιν) τοῦ λαμ(προτάτου) ἡγεμόνος siguiendo instrucciones del ilustrísimo prefecto, POxy.3474.20 (II d.C.), cf. POxy.78.14 (III d.C.), ἐξ ἐγκελεύσεως Πακτουμείου Μάγνου τοῦ ἡγεμονεύσαντος POxy.2760.3 (II d.C.), cf. PMich.618.7 (II d.C.), ἐξ ἐνκελεύσεως τοῦ κρατίστου ἡγεμόνος SEG 30.1781.5 (Nubia II d.C.), cf. PLond.328.13 (II d.C.), τοῦ κρατίστου ἐπιστρατήγου BGU l.c.
•gram., ref. al modo imperativo orden, mandato τὸ γὰρ ‘λεγέτω’ καὶ τὰ ὅμοια σαφὲς ὅτι καὶ τὰς ἐγκελεύσεις ἔχει διττάς A.D.Synt.258.20, cf. Sch.Er.Il.2.8c.
German (Pape)
[Seite 707] ἡ, das Befehlen, Sp., wie Schol. Il. 2, 8; Poll. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Θεμίστ. 232Β· ἐξ ἐγκ., διὰ κελεύσματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5892.
Greek Monolingual
ἐγκέλευσις (-εως), η (Α)
εγκέλευμα.