ἐγκαταμείγνυμαι

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Middle Liddell

Pass. to be mixed in or be mixed with, c. dat., Isocr.

Spanish

entremezclarse, inmiscuirse

Greek Monotonic

ἐγκαταμίγνυμαι: Παθ., συμπλέκομαι, καυγαδίζω, έρχομαι στα χέρια, με δοτ., σε Ισοκρ.