ἐγκινέω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
German (Pape)
[Seite 707] aufregen, Ar. bei E. M. 311, 1.
Spanish (DGE)
(ἐγκῑνέω) I en v. med., intr.
1 ser un estorbo, incordiar ἀνήρ τις ἡμῖν ἐστιν ἐγκινούμενος Ar.Fr.74.
2 moverse en ἐπὶ τοῦ τρίτου μηνὸς ἐγκινεῖσθαι ἐχόμενον τῇ μήτρᾳ Lyd.Mens.4.26 (p.85), glos. a συμφορέομαι Sch.Opp.H.1.39.
II en v. act., tr. incitar, provocar ἐνεκείνησαν ὑποψίας Phld.Piet.1369, ἐγκινεῖ τὸ ἑαυτοῦ πάθος Mac.Aeg.Serm.B 3.1.6, τοῦτο τὸν Παῦλον ... εἰς ἐκείνην τὴν φωνὴν ἐνεκίνησε eso incitó a Pablo a (pronunciar) aquellas palabras Chrys.M.61.711.30.