οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Full diacritics: ἐείσατο | Medium diacritics: ἐείσατο | Low diacritics: εείσατο | Capitals: ΕΕΙΣΑΤΟ |
Transliteration A: eeísato | Transliteration B: eeisato | Transliteration C: eeisato | Beta Code: e)ei/sato |
v. εἴσομαι ΙΙ.
v. 2 εἴσομαι.
3ᵉ sg. ao. Moy. de εἶμι.
ἐείσατο: γ΄ ἑν. πρόσ. Ἐπ. ἀορ. τοῦ εἶμι (ibo), Ἰλ. Ο. 415· ἐεισάσθην β΄ δυϊκ. αὐτόθι 544.
ἐείσατο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. του εἶμι (ibo)· βʹ δυϊκ. ἐεισάσθην.