ἐκδίκημα

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

German (Pape)

[Seite 757] τό, die Bestrafung, Dion. Hal. 5, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδίκημα: τό, ἐκδίκησις, διάφ. γραφ. ἀντὶ ἀδίκ-, Διον. Ἁλ. 5. 50.

Spanish (DGE)

-ματος, τό injusticia τὰ ἐκδικήματα τοῦ Δεκεβάλου Sud.ε 1864.

Greek Monolingual

ἐκδίκημα, το (AM)
εκδίκηση, τιμωρία.