ἐκκαλέομαι
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
French (Bailly abrégé)
ἐκκαλέομαι, ἐκκαλοῦμαι;
1 appeler à soi;
2 appeler au dehors;
3 invoquer, acc.;
4 provoquer à sortir ; fig. ἐκκαλέομαι δάκρυον ESCHL provoquer les larmes ; ἐκκαλέομαι ὀργήν ESCHN exciter la colère ; ἐκκαλέομαι θορύβους ESCHN exciter du tumulte ; ἐκκαλέομαι τινα exciter qqn.
Étymologie: ἐκ, καλέω.