ἐκραγήσομαι

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἐκρήγνυμι.

Greek Monotonic

ἐκρᾰγήσομαι: Παθ. μέλ. βʹ του ἐκρήγνυμι.