ἐμπλήμενος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήμενος: part. aor. pass. к ἐμπίπλημι.

German (Pape)

s. ἐμπίπλημι.